conceptuar - ορισμός. Τι είναι το conceptuar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι conceptuar - ορισμός


conceptuar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
Expresiones Relacionadas
conceptuar      
verbo trans.
1) Formar concepto de una cosa.
2) Apreciar las cualidades de una persona.
conceptuar      
conceptuar ("de") tr. Tener formado cierto concepto o juicio sobre alguien o algo: "Le conceptúo poco apto para ese cargo. No conceptúo realizable ese proyecto. Le conceptúa de falso". *Juzgar. *Desconceptuar.
. Conjug. como "actuar".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για conceptuar
1. El doctor Arriola quizá le contaría a Gabriel cuál es su impresión del relativo declive de los neoconservadores norteamericanos, sin discusión los grandes campeones en el arte de la tensión, en un momento en que hasta Benedicto XVI se niega a conceptuar el islam como el nuevo fascismo y aboga por un diálogo con los musulmanes moderados. żUn buenismo ratzingeriano? ˇAy!
2. EL CPE en sí mismo, susceptible de ser mejorado, no es un insulto a la juventud, ya que más bien hay que buscar el factor conflictivo en la manera de hacer las cosas y la política, en la forma de conceptuar a los jóvenes y tratar con ellos, en el modo de encarar su futuro en un país donde cualquier reforma se experimenta como un atentado o una ofensa contra el derecho a la existencia y a la vida.
Τι είναι conceptuar - ορισμός